Ο Άγιος Αγαθάγγελος, Αθανάσιος κατά κόσμον, καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκη και ο πατέρας του τον έλεγαν Κωνσταντίνος, τη δε μητέρα του Κρυσταλλία.
Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας του πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο. Ο πλοίαρχος τον πίεζε να γίνει μουσουλμάνος.
Κάποια νύχτα, στο λιμάνι της Σμύρνης, ο Πλοίαρχος τον πήγε στο νεκροταφείο και με την απειλή μαχαιριού τον πίεζε να γίνει μουσουλμάνος. Το παιδί, γιατί ήταν ακόμα παιδί ο Άγιος, υπέκειψε από φόβο και εκείνος τον οδήγησε στον δικαστή.
Έγινε μετά μοναχός και πήρε απόφαση να ματυρήσει για την Αγάπη του Χριστού. Αποκυρηξε δημόσια τον μουσουλμανισμό και για αυτό αποκεφαλίστηκε στις 19 Απριλίου του 1818 μ.χ
Υμνολογία
Απολυτίκιο:
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιο:
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριο:
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.