Κοντάκιο, (κοντάκιον), λέγεται συνήθως η απαρχή (το προοίμιο) Εκκλησιαστικών Ύμνων που εξ αυτού και μόνο ολόκληροι οι ύμνοι αυτοί χαρακτηρίζονται τελικά και ως κοντάκια. Αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης που ιστορικά φέρεται να καλλιεργήθηκε περί τον 6ο - 7ο αιώνα .
Το όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι η χρήση του απέβλεπε ως «εισαγωγή» του θέματος του ύμνου που ακολουθούσε. Κάποιοι παράγουν (ετυμολογούν) το όνομα κοντάκιο από το περιορισμένο – σύντομο συνεπώς κοντό σε μήκος. Ενώ άλλοι δε, το όνομα κοντάκιο, το ετυμολογούν από το «κοντό» (= τράπεζα ψαλτηρίου) όπου οι ψάλτες άφηναν, ή συχνά ακουμπούσαν τα λειτουργικά κείμενα. Εξ αυτών ορθότερο φαίνεται μάλλον το πρώτο. Το κοντάκιο απαρτίζεται από μία και μόνο στροφή.
Οι δε στροφές που ακολουθούν στο κυρίως ύμνο ονομάζονται «Οίκοι» που μπορεί να είναι απεριόριστοι σε αριθμό (δεν υπάρχει περιορισμός). Στο τέλος όμως του καθενός «οίκου» (δηλαδή κάθε στροφής) διακρίνουμε το «εφύμνιο» που μπορεί να είναι ένας, δύο ή τρεις στίχοι που επαναλαμβάνονται ακριβώς οι ίδιοι σε όλους τους οίκους, σε όλο τον ύμνο. Σε πολλούς δε ύμνους τα αρχικά γράμματα των Οίκων δημιουργούν κάθετα μια «ακροστιχίδα» που μπορεί να φανερώνει αλφάβητο, όνομα, ρητό ή και φράση.
Οι ύμνοι κυρίως συγγράφονται έμμετρα, δηλαδή με τονικά μέτρα σε συνήθη βάση αυτή της ομοτονίας αλλά και της ισοσυλλαβίας των στίχων με πολλές όπως μπορεί να παρατηρήσει κάποιος παραχωρήσεις στην αποκαλυπτόμενη μελωδία.
Η δε ομοιοκαταληξία που χρησιμοποιούταν συχνά αν και δεν ακολουθούσε αυστηρά αυτή της σύγχρονης «ρίμας» εντούτοις εμφανιζόταν πολλές φορές με απλή παρήχηση.