Άγιος βίος

αγιος ευθυμιος

Ο Όσιος Ευθύμιος το μοναδικό παιδί του Παύλου και της Διονυσίας έχασε το πατέρα του όταν ήταν μόλις τριών χρονών και ανέλαβαν την εκπαίδευσή του ο επίσκοπος Μελιτήνης Ευτρώιο μαζί με τον Ακάκιο και Συνόδιο. Αναπαύτηκε σε ηλικία 97 ετών εν ειρήνη.
Ημέρα Εορτασμού: 
20 January
Γεννήθηκε: 
377 μ.χ
Πέθανε: 
473 μ.χ
Γένος: 
Άνδρας
Ιδιότητα: 
Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας

Ο Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας το 377 μ.Χ. στους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού (375 - 383 μ.Χ.). Οι γονείς του ήταν ο Παύλος και η Διονυσία.Δεν είχαν παιδιά και όταν απέκτησαν ένα παιδί, το ονομασαν ευθύμιο γιατί έφερε την χαρά και την ευθυμία.
Στα τρία του χρόνια ο Ευθύμιος χάνει τον πατέρα του. Η μητέρα του τον παραδίνει στον Επίσκοπο της Μελιτηνής Ευτρώιο, ο οποίος, μαζί με τους Ακάκιο και Συνόδιο, τον εκπαιδεύουν και τον κατατάσσουν στον ιερό κλήρο, τον κάνουν έξαρχο των μοναστηριών.

Από τη Μελιτηνή ο Όσιος πάει, το 406 μ.Χ.περίπου, στα Ιεροσόλυμα και κλείνεται στο σπήλαιο του Αγίου Θεοκτίστου. Τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα τον έκαναν ξακουστό και η φήμη του ως Αγίου απλώθηκε παντού. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πολλοί μοναχοί, οι οποίοι τον επέλεξαν σαν ηγούμενό τους.

Ο Μέγας Ευθύμιος με την αγιότητα του βίου του έκανε πολλούς αιρετικούς, όπως Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και Ευτυχιανοί, που απέρριπταν τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου να γυρίσουν στην Ορθοδοξία. Και όταν ο Όσιος συνάντησε την βασίλισσα Ευδοκία, η οποία πίστευε στην αίρεση των Μονοφυσιτών, τόσο πειστικά της μίλησε, ώστε αυτή επέστρεψε στην Ορθοδοξία.
Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της θαυματουργίας.

Ο Όσιος αναπαύτηκε εν ειρήνη το έτος 473 μ.Χ., σε ηλικία 97 ετών, επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.

Υμνολογία

Απολυτίκιο: 

Ἦχος δ’.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.

Κοντάκιο: 

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.

Κάθισμα: 

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ λαμπόμενος τῷ ἀπροσίτῳ, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ταῖς ἐρήμοις, διδαχαῖς, καταφωτίζων Εὐθύμιε, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.

Ὁ Οἶκος: 

Οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μαρτυρήσαντες.
Ἐκ ῥᾳθύμου καρδίας τὴν αἴνεσιν, πῶς προσοίσω ὁ ἄθλιος δέδοικα, καὶ ὑμνήσω τὸν μέγαν Εὐθύμιον; ἀλλὰ τούτου θαρρῶν ταῖς δεήσεσιν, ἐν εὐθυμίᾳ καὶ σπουδῇ πολλῇ, τῇ ᾠδῇ ἐγχειρήσω, καὶ πᾶσιν ἐξείπω αὐτοῦ τὴν πολιτείαν, καὶ τὴν γέννησιν, καὶ πῶς οἱ τούτου γονεῖς ἔψαλλον τό, Ἀλληλούϊα.