Άγιος βίος

αγιος αρτεμιος

Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν Δούκας του Μεγάλου Κωσταντίνου.Όταν όμως πέθανε ο αυτοκράτορας Κωσταντίνος και στο θρόνο ανέβηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ο Αρτέμιος πήγε στην Αντιόχεια και μίλησε στον αυτοκράτορα κρίνοντας τις πράξεις του και ελέγχοντάς τον. Ο Ιουλιανός τον καταδίκασε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Στην Αγιογραφία ο Άγιος Αρτέμιος εικονίζεται κυρίως με στολή Ρωμαίου στρατηγού.
Ημέρα Εορτασμού: 
20 October
Γεννήθηκε: 
;
Πέθανε: 
363 μ.χ
Γένος: 
Άνδρας
Ιδιότητα: 
Πολιούχος: 
Άγιος Αρτέμιος ο Μεγαλομάρτυρας

Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν διακεκριμένος πολιτικός του Βυζαντίου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, του έδωσε το αξίωμα του πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.

Το 357 μ.Χ. πηγαίνει στην Πάτρα, με εντολή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να μεταφέρει τα λείψανα του Αγίου Ανδρέα στον νεόκτιστο Ναό των Αγίων αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.
Όσο έμεινε στην Πάτρα κατασκεύασε υδραγωγείο. Εν τω μεταξύ αυτοκράτορας στον βυζαντινό θρόνο είναι πλέον ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Το 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος ακούει ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια. Αποφασίζει να του μιλήσει για αυτό και πηγαίνει στην Αντιόχεια.

Προσπαθεί να μιλήσει στον Ιουλιανός αλλά εκείνος είναι όλο έπαρση και δεν ακούει τιποτα.
Τότε ο Αρτέμιος μιλάει ευθέως στον Ιουλιανό για τις παρανομίες του κατά των χριστιανών. Ο Ιουλιανός, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συλλαμβάνει και διατάζει να τον μαστιγώσουν αλύπητα. Του σπάει τα κόκαλα με πέτρες, και τελικά τον αποκεφαλίζει. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό του προφήτου Προδρόμου.

Υμνολογία

Απολυτίκιο: 

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσέβειας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιο: 

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος πολυθαύμαστον Καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον Ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, Ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης ταύτης φύλαττε, Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.

Κάθισμα: 

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τὸν στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀήττητον, καὶ καθαιρέτην τοῦ ἐχθροῦ γενναιότατον, τὸν ἐν μεγίστοις τέρασιν ἐκλάμψαντα, ἅπαντες Ἀρτέμιον, εὐφημήσωμεν πίστει· βρύει γὰρ ἰάματα, τοῖς προστρέχουσι πόθῳ, καὶ καταπαύει πάθη χαλεπά, καὶ τῶν ἐν θλίψει ἀνθρώπων προΐσταται.

Ὁ Οἶκος: 

Τὶς τοὺς ἀγῶνας ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν Ἀθλοφόρε, ἢ τοὺς πόνους τοὺς σούς, οὓς περ ἀνδρείως ὑπέμεινας, διὰ τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου, καὶ τῆς χάριτος ἧς περ κατηξιώθης; οὐκ ἐξαρκεῖ διηγήσασθαι στόμα ἀνθρώπινον· σοφίαν γὰρ ἐνδεδυμένος καὶ ἀνδρείαν, τὸν πλοῦτον ἐμίσησας καὶ τὴν ἀξίαν τὴν πρόσκαιρον, στρατιώτης φανεὶς γνησιώτατος. Καὶ νῦν πρεσβεύεις Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριο: 

Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.