Άγιος βίος

αγιος παχωμιος

Ο Άγιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 μ.Χ στην Κάτω Θηβαΐδα της Αίγυπτου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Κατετάγη σε ηλικία 20 ετών στο στρατό και γνωρίσθηκε με Χριστιανούς στρατιώτες και διδάχθηκε από αυτούς τα της Χριστιανικής πίστεως. Όταν δε απολύθηκε από τον στρατό, εγκατέλειψε τον κόσμο και αφού πήγε στην Ανω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε και έγινε μοναχός. Μετά έγινε ασκητής στη έρημο μαζί μετον περίφημο ησυχαστή Παλάμονα.
Ημέρα Εορτασμού: 
15 May
Γεννήθηκε: 
292 μ. χ
Πέθανε: 
348 μ. χ
Γένος: 
Άνδρας
Ιδιότητα: 
Όσιος Παχώμιος ο Μέγας

Ο Άγιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 μ.Χ στην Κάτω Θηβαΐδα της Αίγυπτου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Κατετάγη σε ηλικία 20 ετών στο στρατό και γνωρίσθηκε με Χριστιανούς στρατιώτες και διδάχθηκε από αυτούς τα της Χριστιανικής πίστεως. Όταν δε απολύθηκε από τον στρατό, εγκατέλειψε τον κόσμο και αφού πήγε στην Ανω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε και έγινε μοναχός.
Μετά έγινε ασκητής στη έρημο μαζί μετον περίφημο ησυχαστή Παλάμονα.
Όταν πέθανε ο Παλάμονας το 320 μ. χ. πήγε σε μία νησίδα στον Νείλο όπου ίδρυσε μια μικρή μονή.

Η φήμη του προσέλκησε πολλούς μοναχούς, ώστε σε διάστημα λίγων ετών να φτάσουν να είναι 14.000 μοναχούς. Έτσι ο Όσιος Παχώμιος έγινε ένας από τους μεγάλους ασκητές της ερήμου.

Ο Όσιος Παχώμιος θεωρείται θεμελιωτής της κοινοβιακής οργανώσεως των ασκητών. Οι μοναχοί του Παχωμίου, ονομάστηκαν Ταβεννησιώτες.
Το 348 μ.Χ. περιποιούμενος ο ίδιος τους μοναχούς που ασθένησαν από πανώλη, αρρώστησε και ο ίδιος και μετά από λίγο απέθανε.

Ιερά Λείψανα: 

Τμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου φυλάσσονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και Αγίας Τριάδος Εξαμιλίων Κορινθίας και στο Παρεκκλήσιο Οσίας Ξένης της Ρωσίδος Μάνδρας Αττικής.

Υμνολογία

Απολυτίκιο: 

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.

Κοντάκιο: 

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωστὴρ φαεινός, ἐδείχθης ἐν τοὶς πέρασι τὴν ἔρημον δέ, ἐπόλισας τοὶς πλήθεσι, σεαυτὸν ἐσταύρωσας, τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, καὶ ἀσκήσει τὸ σῶμα, κατέτηξας, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Μεγαλυνάριο: 

Χαίροις εὐσεβείας ὑπογραμμός, καὶ τῶν μοναζόντων, Ἀγελάρχης θεοειδής. Χαίροις τῆς Αἰγύπτου, κανὼν καὶ τύπος μέγας, Παχώμιε θεόφρον, Πατέρων καύχημα.