Άγιος βίος

αγιος δημητριος

Ο άγιος Δημήτριος ο πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης που τιμάται στις 26 Οκτωβρίου έζησε και γεννήθηκε στη πόλη περίπου το 280 μ.χ και διέπρεψε στον ρωμαικό στρατό με την γενναιότητά του. Λόγω της πίστης του στον Χριστό ο Άγιος μαρτύρησε και μετά θάνατον ο τόπος της ταφής του μοσχοβολούσε για αυτό και ονομάστηκε και μυροβλήτης.
Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε περίπου το 280 μ.χ ή 284 μ.Χ. και πέθανε μαρτυρικά επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ. ή το 305 μ.Χ. άλλοι λένε και το 306 μ.χ.

Ο Άγιος Δημήτριος κατάγετω από αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Διάλεξε το έπάγγελμα του στρατιωτικού στον Ρωμαϊκού στρατού και σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ενώ ήταν χιλίαρχος κάτω από τις διαταγές του Γαλερίου Μαξιμιανού,αυτός που έγινε αυτοκράτορας αργότερα και όσο ήταν όταν αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ. Αγνοώντας το διάταγμα περί διώξεως των Χριστιανών απο τον Διοκλητιανό ο Άγιος Δημήτριος συνελήφθει και φυλακίστηκε.
Στη φυλακή μαζί του ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας ο οποίος θαμονωμαχούσε με τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία ζήτησε βοήθεια και συμβουλή από τον Δημήτριο. Ο Άγιος Δημήτριος του είπε, θα τον νικήσεις και να μην φοβάσαι και ο Νέστορας νίκησε το Λυαίο. Αυτό προκαλέσε την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, και ο Νέστορας και ο Δημήτριος.

Οι συγγραφείς που έγραψαν για αυτόν μετά, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου έμεινε στον τόπο του μαρτυρίου, ο τάφος δε μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και ονομάστηκε του Μυροβλήτου.

Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη αγιογραφία μας ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται καβαλάρης με κόκκινο άλογο να πατά τον άπιστο Λυαίο ενώ ο Άγιος Γεώργιος είναι καβαλάρης σε άσπρο άλογο να σκοτώνει το δράκο.

Ο Άγιος Δημήτριος είναι πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

Υμνολογία

Απολυτίκιο: 

Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο: 

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

Κάθισμα: 

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριο: 

Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.